- ανόητος
- -η, -οεπίρρ. -α μωρός, κουτός: Φάνηκα πολύ ανόητος που δέχτηκα να συνεργαστώ μαζί του.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ἀνόητος — not thought on masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανόητος — η, ο (Α ἀνόητος, ον) 1. (για ανθρώπους) αστόχαστος, αυτός που δεν έχει μυαλό, δεν είναι σέ θέση να σκεφθεί ή να καταλάβει 2. (για λόγια ή πράξεις) ασύνετος, ασυλλόγιστος, απερίσκεπτος αρχ. 1. (παθ. σημ.) αυτός για τον οποίο δέν έγινε ή δεν μπορεί … Dictionary of Greek
ἀνοητότερον — ἀνόητος not thought on adverbial comp ἀνόητος not thought on masc acc comp sg ἀνόητος not thought on neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνοητοτάτων — ἀνόητος not thought on fem gen superl pl ἀνόητος not thought on masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνοητοτέρων — ἀνόητος not thought on fem gen comp pl ἀνόητος not thought on masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνοητότατα — ἀνόητος not thought on adverbial superl ἀνόητος not thought on neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνοητότατον — ἀνόητος not thought on masc acc superl sg ἀνόητος not thought on neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνοήτω — ἀνόητος not thought on masc/fem/neut nom/voc/acc dual ἀνόητος not thought on masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνοήτως — ἀνόητος not thought on adverbial ἀνόητος not thought on masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνόητον — ἀνόητος not thought on masc/fem acc sg ἀνόητος not thought on neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)